επαγρεύω

επαγρεύω
ἐπαγρεύω (Μ) [επί + αγρεύω < αγριεύω]
αγριεύω κάποιον περισσότερο («τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἐπαγρεύει», Σπανέας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”